ακριδοπαθής

ακριδοπαθής
-ές
1. αυτός που έπαθε καταστροφή από ακρίδες
2. γεωργός τού οποίου η συγκομιδή καταστράφηκε από επιδρομή ακρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + -παθής < ἔπαθον, πάσχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακριδοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έπαθε καταστροφές από την επιδρομή ακριδών: Η κυβέρνηση θα βοηθήσει τους ακριδοπαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακριδόπληκτος — ο ο ακριδοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + πληκτος < πλήττω] …   Dictionary of Greek

  • ακριδόπληκτος — η, ο ακριδοπαθής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”